τεττιγοφόρας

τεττιγοφόρας
τεττιγοφόρᾱς , τεττιγοφόρας
wearing a
masc acc pl
τεττιγοφόρᾱς , τεττιγοφόρας
wearing a
masc nom sg (attic epic doric aeolic)
τεττῑγοφόρᾱς , τεττιγοφόρης
masc acc pl
τεττῑγοφόρᾱς , τεττιγοφόρης
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεττιγοφόρας — ου, ὁ, Α αυτός που φορεί χρυσές καρφίδες στην κόμη, οι οποίες παριστάνουν τέττιγα και τις οποίες φορούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι ως σύμβολο ιθαγένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + φόρας (< φέρω), πρβλ. πτερο φόρας] …   Dictionary of Greek

  • τεττιγοφόρος — ον, Α τεττιγοφόρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”